συνεισελαυνω

συνεισελαυνω
    συνεισελαύνω
    συν-εισελαύνω
    вместе или одновременно вторгаться, совершать набег
    

(εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνεισελαυνω" в других словарях:

  • συνεισελαύνω — ΜΑ μσν. (μτβ.) οδηγώ μέσα, εισελαύνω* κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («συνεισελαύνει τοὺς γυρευτὰς εἰς μέσον», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. (αμτβ.) εισέρχομαι συγχρόνως («συνεισελάσαι πάλιν εἰς τὸ στρατόπεδον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσελαύνω… …   Dictionary of Greek

  • συνεισελαύνοντα — συνεισελαύ̱νοντα , συνεισελαύνω enter along with pres part act neut nom/voc/acc pl συνεισελαύ̱νοντα , συνεισελαύνω enter along with pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισελαύνειν — συνεισελαύ̱νειν , συνεισελαύνω enter along with pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»